Ομιλία για τους ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
του δάσκαλου Οικονομίδη Άλκη
«Χαίροις Ιεραρχών η Τριάς, της Εκκλησίας τα μεγάλα προπύργια, οι στύλοι της ευσεβείας»
Κάθε χρόνο, στις 30 Ιανουαρίου εορτάζουμε περίλαμπρα την εορτή των Τριών μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου θεότητος: Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Η Ορθοδοξία μας, το έθνος των Ελλήνων το πιστό, αλλά ιδιαίτερα τα γράμματα γιορτάζουν.
Η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού γύρω στα 1100μΧ. Την εποχή εκείνη φιλονικούσαν οι χριστιανοί για το ποιος από τους τρεις αγίους είναι σημαντικότερος, ποιος είναι πιο άξιος. Η έριδα αυτή που ξέσπασε, έλαβε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και απείλησε την ενότητα της Χριστιανοσύνης αφού τα πλήθη χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, τους Βασιλείτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες. Οριστικό τέλος στην έδρα έδωσε ο θεοσεβής ιεράρχης Ιωάννης Μαυρόποδας, που συνένωσε τη μνήμη και των τριών Ιεραρχών σε μία κοινή εορτή στις 30 Ιανουαρίου και έγραψε γι’ αυτήν ειδική ακολουθία, η οποία ψάλλεται ως τις ημέρες μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έληξε η φιλονικία. Ας θυμηθούμε μερικά από τη ζωή του καθενός χωριστά.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ: Γεννήθηκε το 325μΧ στην Αριανζό της Καππαδοκίας από ειδωλολάτες γονείς, το Γρηγόριο και τη Νόννα. Μετά τη γέννηση του Γρηγορίου και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, έγιναν χριστιανοί και βαπτίστηκαν. Σαν παιδάκι ήταν ήσυχο, καλόγνωμο, αφιερωμένο στα μαθήματά του, τόσο που ξεχνούσε να φάει. Διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα στη Ναζιανζό και τη μέση εκπαίδευση στην Καισάρεια.
Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, αστρονομίας, γεωμετρίας και αριθμητικής. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο και συνδέθηκε με φιλία. Ό,τι σπουδαίο ήταν να του δώσουν οι δάσκαλοί του, το άκουγε και το διύλιζε προσεκτικά και γρήγορα. Ήτανε πνεύμα κριτικό. Σπούδαζε, ερευνούσε, έκρινε και αξιολογούσε το παν. Γι’ αυτό η φιλοσοφική σκέψη όχι μόνο δεν αδυνάτιζε την πίστη του αλλά έμμεσα την στερέωνε και την επιβεβαίωνε.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατέρα του, επίσκοπο πλέον Ναζιανζού. Όμως ο άγιος προτιμούσε τη γαλήνη και την ηρεμία και αναχώρησε για ένα ησυχαστήριο στον Πόντο κοντά στο φίλο του, το Μ. Βασίλειο. Μετά τέσσερα χρόνια, οι θερμές παρακλήσεις των δικών του τον οδήγησαν και πάλι στην πατρίδα, όπου και τέθηκε εκ νέου στη διάθεση της Εκκλησίας. Μια σειρά όμως θανάτων, του αδελφού του Καισάρειου, της αδελφής του Γοργονίας, του πατέρα και της μητέρας του, πλήγωσαν την ευγενή ψυχή του. Το 379, στα 54 του χρόνια, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου για 40 χρόνια συγκρούονταν η ορθοδοξία και η αίρεση. Με τον πλέον μαχητικό τρόπο υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία και κατάφερε καίρια πλήγματα κατά των δυσεβών αρειανών. Εκλέχτηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 381, όμως στη Β Οικουμενική Σύνοδος μια μερίδα επισκόπων τον αμφισβήτησε για ιδιοτελείς σκοπούς. Τότε ο Γρηγόριος, δείχνοντας το μεγαλείο της ψυχής του εγκατέλειψε τον Πατριαρχικό θρόνο πρόθυμα, προκειμένου να ειρηνεύσει η Εκκλησία.
Αποτέλεσε μεγάλη μορφή της εποχής του και μας άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Θερμός, βαθύς, μεγάλος ποιητής, εξαίρετος Θεολόγος, σπάνιος ρήτορας, μας έκανε καταληπτά τα ακατάληπτα. Μας ανέπτυξε το δόγμα της Αγίας Τριάδος με τρόπο πρωτότυπο και αμίμητο. Μας άφησε έργο που τιμά την παγκόσμια λογοτεχνία. Εκοιμήθη ειρηνικά στην πατρίδα του Αριανζό το 391, στις 25 Ιανουαρίου, στα 66 του χρόνια. Για την όλη παρουσία του η Εκκλησία τον αποκάλεσε «Θεολόγο». Το άγιο λείψανό του βρίσκεται στη Νέα Καρβάλη, δίπλα μας, όπου μεταφέρθηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Πρέπει απ’ την αρχή να τονίσουμε ότι ο Άγιος Βασίλειος, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την παραμυθένια φιγούρα του χοντρού και ασπρομάλλη Αϊ-Βασίλη ή Σάντα Κλάους που συνδέεται με δυτικά έθιμα. Γεννήθηκε το 329 από ευσεβείς γονείς, τον εκ Πόντου Βασίλειο και την εκ Καππαδοκίας Εμμέλεια. Πρώτα διδάχτηκε την ευσέβεια μέσα στην οικογένειά του κι έπειτα άρχιζε να σπουδάζει την ανθρώπινη σοφία με καταπληκτική επίδοση σε όλους τους γνωστούς τομείς της επιστήμης. Έγινε αληθινός πανεπιστήμων, περνώντας από τις φημισμένες σχολές της ιδιαίτερης πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην Αθήνα. Παρ’ όλη την πολυμάθειά του έμεινε ταπεινός και απλός.
Το 370 ανήλθε στον ιερατικό θρόνο της Καισαρείας της Καππαδοκίας όπου και έδωσε πολλούς αγώνες υπέρ της ορθόδοξης πίστης. Συνέγραψε πολλά θεολογικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά έργα με τα οποία πολέμησε τις δοξασίες των αιρετικών και δίδαξε το ορθό χριστιανικό φρόνημα και το χριστιανικό τρόπο ζωής.
Ο Βασίλειος υπήρξε πραγματικά Μέγας. Καρπώθηκε όλες τις γνώσεις της εποχής του. Αγάπησε την εκκλησία, δεν λύγισε στα φρονήματά του, παρ’ όλο που υπέστη πολλές κυρώσεις από τους κρατούντες. Ήταν άτονο που δεν άντεχε τους συμβιβασμούς και την κοινωνική αδικία, πράγμα που δήλωσε έμπρακτα καθ’ όλη του τη ζωή. Δεν δίστασε να τα βάλει ακόμη και με τον αυτοκράτορα Ουάλη. Αν και φιλάσθενος, το έργο του υπήρξε αξιοθαύμαστο. Αποτελούσε ένα σπάνιο είδος συνδυασμού θεωρητικού και πρακτικού πνεύματος. Πολέμησε για την κατάπνιξη του αρειανισμού, χάρισε ό,τι είχε και δεν είχε στους φτωχούς, έσκυψε πάνω στον ανθρώπινο πόνο, έγραψε έργα ασκητικά, λειτουργικά, ομιλίες κι επιστολές. Το ιδανικό που προβάλλει κυρίως είναι εκείνο της κοινοκτημοσύνης: «ας ζηλέψουμε το καθεστώς των πρώτων χριστιανών, έλεγε, που είχαν τα πάντα κοινά, ένα ψωμί, μια γνώμη, έναν τρόπο ζωής», δηλαδή υποστήριζε ότι τα πάντα πρέπει αν μοιράζονται, για να μην οδηγείται ο άνθρωπος στην πλεονεξία.
Μας δίδαξε να περιφρονούμε τα πρόσκαιρα και τα γήινα. Όμως τα αναγκαία γήινα να τα προσφέρουμε σε όσους τα στερούνται. Είχε τέτοια αρετή ώστε δεν έτρωγε ούτε κρέας ούτε ψάρι ούτε έπινε κρασί αλλά διατρεφόταν με ψωμί, νερό και ήμερα λάχανα. Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του στον τομέα της φιλανθρωπίας ήταν η ίδρυση της «Βασιλειάδας», συγκροτήματος με ευαγή ιδρύματα. Αγάπησε τον Άνθρωπο κι εργάστηκε με μόνο συνεργάτη τα ιδανικά του. Ιδανικά δικαιοσύνης, ελευθερίας, θρησκείας, αλληλοβοήθειας κι ανθρωπισμού. Σε καιρό πείνας ο ασθενικός Βασίλειος κήρυξε συναγερμό, οργάνωσε συσσίτια κι έσωσε από το θάνατο χιλιάδες ανθρώπους, όχι μόνο χριστιανούς αλλά κι εβραίους κι ειδωλολάτρες. Αυτός οργάνωσε ακόμη τους μοναχούς και τους έδειξε πώς να ζουν πνευματικά και πώς θα υπηρετούν τους συνανθρώπους τους.
Στάθηκε μεγάλος παιδαγωγός, θεωρητικός και πρακτικός. Αξίζει να σημειώσουμε μερικές χρήσιμες συμβουλές του για τους δασκάλους και τους μαθητές, πολύ ωφέλιμες για όλους μας.
*Η αγωγή λοιπόν, έλεγε, του παιδιού πρέπει ν’ αρχίζει από τη μικρή ηλικία, μέσα στο σπίτι που είναι και το πρώτο «διδασκαλείο».
*«Όπως όταν πάτε να κόψετε ένα τριαντάφυλλο αποφεύγετε τ’ αγκάθια, έτσι να κάνετε και με τους λόγους των Ελλήνων» τόνιζε ακόμη, ξεχωρίζοντας τα αγαθά από τα βλαβερά στοιχεία της ελληνικής παιδείας.
*Το σχολείο το προτιμούσε σε ερημικό και ήσυχο μέρος για να μένουν μαθητές και δάσκαλοι απερίσπαστοι στο μορφωτικό τους έργο.
*Το δάσκαλο τον ήθελε κάτοχο των Γραφών και της «θύραθεν» παιδείας για να παίξει τον σπουδαίο του ρόλο στο σχολείο. Να θεωρεί τους μαθητές και να τους αγαπάει σαν παιδιά του. Η διδασκαλίας δεν πρέπει να επεκτείνεται σε απεραντολογία ούτε να περιορίζεται σε βραχυλογία. Το μάθημα πρέπει να είναι επαγωγικό και τερπνό. Το περιεχόμενο των μαθημάτων μπορεί να αντλείται από την έξω και την έσω σοφία, από τη φιλοσοφία αφ’ ενός και τη χριστιανική διδασκαλία αφ’ ετέρου.
*Για τη μετανάστευση των ψαριών απορούσε: «ποιος κινεί τα ψάρια, όταν έρθει ο καιρός να γεννήσουν και σπεύδουν από την Προποντίδα στον Εύξεινο Πόντο;»
*Και για τη μέλισσα θαύμαζε: «δικαίως η μέλισσα ονομάζεται σοφή και εργατική. Οι οπές της κερήθρας είναι όλες εξάγωνες και ισόπλευρες και είναι τοποθετημένες έτσι ώστε οι γωνίες των κάτω εξαγώνων να είναι στήριγμα ασφαλές των επάνω». Έτσι οι μέλισσες έλυσαν ένα δύσκολο γεωμετρικό πρόβλημα, «το πρόβλημα του ελαχίστου» όπως λένε οι μαθηματικοί.
*Για τη φιλοστοργία των πελαργών λέει τα εξής σημαντικά και παραβολικά για όλους τους ανθρώπους: «Η πρόνοια που λαβαίνουν οι πελαργοί για όσους από αυτούς γεράσουν, είναι αρκετή για να κάνει τα παιδιά μας ν’ αγαπούν και να φροντίζουν τους γονείς τους. Οι πελαργοί, όταν από γερατειά πέσουν τα φτερά του πατέρα τους, στέκονται γύρω του, τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά, του φέρνουν άφθονη τροφή και τον βοηθούν κατά το δυνατό στο πέταγμα με τα δικά τους φτερά. Γι’ αυτό, την ανταπόδοση των ευεργεσιών την ονομάζουν ‘’αντιπελάργηση’’».
*Την προσευχή την παρομοιάζει με «τον ασύρματο που ενώνει γη και ουρανό και κάνει τον αδύνατο άνθρωπο, συμμέτοχο της παντοδυναμίας»
Όταν ο Ιουλιανός, παλιός του φίλος και συμμαθητής από την Αθήνα, έγινε αυτοκράτορας, κάλεσε το Μ. Βασίλειο στο παλάτι του. Ο Μ. Βασίλειος του έστειλε ένα γράμμα όπου έγραφε μεταξύ άλλων, πως η παλιά θρησκεία πέθανε και ο νέος Θεός σμίγει τους ανθρώπους με αγάπη. Ο Ιουλιανός του απάντησε λακωνικότατα : «ανέγνων, έγνων, κατέγνων», δηλαδή «διάβασα, κατάλαβα, καταδίκασα». Η ανταπάντηση του Μ. Βασιλείου ήταν το ίδιο λακωνική: «ανέγνως αλλ’ ουκ έγνως ή γαρ έγνως ουκ αν κατέγνως», δηλαδή «διάβασες αλλά δεν κατάλαβες γιατί αν καταλάβαινες δεν θα καταδίκαζες».
Όντας τύπος ασθενικός, εκοιμήθη στα 49 του χρόνια, την 1η Ιανουαρίου του 379μΧ.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο Άγιος Ιωάννης ο χρυσόστομος γεννήθηκε το 247μΧ στην Αντιόχεια από ευσεβείς χριστιανούς, το Σεκούνδο και την Ανθούσα. Ευφυής καθώς ήταν διακρίθηκε στις επιστήμες και τα γράμματα. Ιδιαίτερα δε, εντρύφησε στη μελέτη των ιερών γραφών, αποκτώντας βαθιά θεολογική κατάρτιση. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αποφάσισε να αφοσιωθεί στο μοναχικό βίο. Ο ένθεος ζήλος του, τον οδήγησε στην έρημο, όπου επιδόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Μελέτιο. Αργότερα έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιωάννης υπήρξε έξοχος ποιμένας αλλά και ερμηνευτής των ιερών γραφών.
Γνωστός για την έξοχη ρητορική του ικανότητα και ως «Δημοσθένης της Εκκλησίας». Προκάλεσε το θαυμασμό και την εκτίμηση με τους λόγους του, αναδύοντας μέσα απ’ αυτούς τη θερμή καρδιά και το φωτεινό του πνεύμα. Τα συγγράμματα και οι πολλαπλές επιστολές του επηρέασαν και επηρεάζουν τις ανθρώπινες ψυχές.
Ψυχολόγος σπάνιος, ρήτορας από τους λίγους που γνώρισε η γη, έγινε ο δάσκαλός μας κι οδηγός μας, πάντα σύγχρονος κι επίκαιρος. Ο θεόπνευστος καθηγητής που μας δείχνει ότι ο πλούτος των Αγίων Γραφών ο θεϊκός, είναι ανεξάντλητος όσο και λυτρωτικός.
Στους λόγους του κατηγορούσε με δριμύτητα τόσο τους ανώτερους κληρικούς όσο και τους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας. Η έντονη κριτική του κατά των άσπλαχνων πλουσίων δεν ήταν περιστασιακή αλλά μόνιμη και συστηματική. Έλεγε συγκεκριμένα: ‘δεν καταφέρομαι εναντίον του πλουσίου αλλά κατά του άρπαγα. Άλλος πλούσιος και άλλο άρπαγας. Άλλο έμπορος κι άλλο πλεονέκτης. Ξεχώρισε τα πράγματα και μην τα συγχέεις. Είσαι πλούσιος; Δεν σε εμποδίζω. Είσαι άρπαγας; Σε κατηγορώ. Και οι πλούσιοι και οι φτωχοί είναι παιδιά μου».
Η σύγκρουσή του με την ασεβή αυτοκράτειρα Ευδοξία, τον οδήγησε στην εξορία στον Κουκουσό της Αρμενίας. Μεταφερόμενος από τόπο σε τόπο ο Άγιος Ιωάννης εξεδήμησε προς Κύριο αφού δεν άντεξε τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες τις οποίες υπέστη. Καθώς η ψυχή του φτερούγιζε στον ουρανό, τα τελευταία του λόγια ήταν «δόξα τω θεώ, πάντων ένεκεν!»
Οι Τρεις Ιεράρχες έζησαν κι έδρασαν σε μια αντίστοιχη με τη σημερινή εποχή έπαρσης κι αλαζονείας, ηθικής παραλυσίας, κρίσης αξιών κι ανθρώπινης δυστυχίας. Επιπλέον, η Εκκλησία μαστιζόταν κι από τη χαλάρωση της χριστιανικής ζωής καθώς κι από τον αρειανισμό που ταλαιπώρησε πολλές δεκαετίες τα στελέχη της. Το έργο τους είναι έργο οικουμενικών διδασκάλων και Αγίων της Εκκλησίας, που ενέπνευσε τους ανθρώπους και τους εμπνέει ακόμη και σήμερα.
Αριστοκράτες στο ήθος, την καταγωγή και τη σκέψη, γαλουχημένοι με τα νάματα της ελληνικής σκέψης και παιδείας, συνδύασαν την ελληνική παιδεία με τη χριστιανική διδαχή και από την άποψη αυτή μεταβλήθηκαν σε εθνικήα σύμβολα, συνεχιστές της φιλολογικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας. Και οι τρεις Πατέρες μάχονταν για να αφυπνίσουν τη συνείδηση του ανθρώπου για να στραφεί προς τον εαυτό του, να είναι ο βίος «κεκαθαρμένος». Αυτή η εσωτερική προσπάθεια είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι, μια δυναμική ψυχική προσπάθεια. Και οι Τρεις Άγιοί μας, πριν γίνουν εξωτερικά οι μάρτυρες της αλήθειας, αγωνίστηκαν εσωτερικά. Πέρασαν μια σοβαρή περίοδο ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωση από τη δύναμη των ανθρώπινων παθών. Έτσι αργότερα μπόρεσαν να ζήσουν και να δράσουν με εσωτερική ελευθερία, ελεύθεροι από το πάθος για χρήματα, για δόξα, για άνεση, για δύναμη, οπλισμένοι με τη δύναμη της αγάπης.
Οι τρεις Ιεράρχες είναι δωρεά του Θεού στον ελληνισμό, στους χριστιανούς, στους νέους. Ενέπνευσαν φρόνημα αγωνιστικό, κατόρθωσαν να ορθώσουν το ανάστημά τους, να ελέγξουν τους κρατούντες και το νόθο κατεστημένο της κοινωνίας τους κάνοντας θυσίες και προβάλλοντας το δικό τους πρότυπο ζωής, τα δικά τους ιδανικά. Ιδανικά πίστης, αλληλεγγύης και αγωνιστικού φρονήματος που θα ξαναδώσουν τη χαμένη πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Καλούμαστε λοιπόν να υιοθετήσουμε το παράδειγμα των Τριών Ιεραρχών μετουσιώνοντάς το σε αγώνα προσωπικό για την καταπολέμηση της κρίσης των αξιών. Γιατί «το να ζει κανείς χωρίς ιδανικά είναι ο ασφαλέστερος θάνατος, το να πεθαίνει όμως για ένα ιδανικό είναι η ασφαλέστερη ζωή».
Άγιοι Ιεράρχες, Πατέρες και Διδάσκαλοι, εσείς που υπήρξατε «οι οδηγοί προς τα άνω», «αιτείτε Χριστόν, καταπέμψαι ταις ψυχαίς ημών, το μέγα έλεος»
Α.Ο.